- αντιμετάληψις
- ἀντιμετάληψις, η (Α)1. συμμετοχή στο αντίθετο2. φρ. «αἱ τῶν βίων ἀντιμεταλήψεις» — συνεχείς αλλαγές στον τρόπο ζωής, εμπειρία σε διάφορα είδη ζωής3. (Γραμμ.) αμοιβαία αλλαγή δύο τύπων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιμεταλήψεις — ἀντιμετάληψις partaking fem nom/voc pl (attic epic) ἀντιμετάληψις partaking fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμεταλήψεσι — ἀντιμετάληψις partaking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιμετάληψιν — ἀντιμετάληψις partaking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)